μαίσωνα

μαίσωνα
μαίσων
native cook
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαίσων — μαίσων, ωνος, ὁ (Α) 1. ο μάγειρος που είχε γεννηθεί στην Αθήνα («ἐκάλουν δ οἱ παλαιοὶ τὸν μὲν πολιτικὸν μάγειρον Μαίσωνα, τὸν δ ἐκτόπιον Τέττιγα», Αθήν.) 2. (στην κωμωδία) κωμικό προσωπείο μαγείρου ή ναύτη 3. ως κύριο όν. ὁ Μαίσων όνομα ενός… …   Dictionary of Greek

  • μαισωνικός — μαισωνικός, ή, όν (Α) [Μαίσων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μαίσωνα 2. φρ. «μαισωνικὰ σκώμματα» χονδροειδή αστεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”